Sunday 6 January 2013

Για την Ελένη


Με αφορμή το όνομά της πρώτης μας κόρης, Ελένη, σταχυολογήσαμε με τη σύζυγο κείμενα, ποιήματα και φωτογραφίες και τα συγκεντρώσαμε στο παρακάτω βιβλιαράκι.








για την Ε λ έ ν η


που μας ήρθε
την ...
στα Ιωάννινα



 
oι γονείς:       Κωνσταντίνος Σακκάς
Χριστίνα Γκίκα

o νονός:       Θεοφάνης Ματσόπουλος

 
εξώφυλλο:
Ελένη, λεπτομέρεια από παράσταση μελανόμορφου αμφορέα.
(Γύρω στο 540 π.X.
Μ. Βρετανία
Ιδιωτική Συλλογή
Ελληνική Μυθολογία, Τόμος 5,
Εκδοτική Αθηνών)

 
Ελένη, ορθή φτερούγα στον αγέρα,
Φλογάτη στα μαλλιά της ζωής μαντίλια,
Σκισμένη της αγάπης μπαντιγέρα,
Άγρια ελπίδα του ανέλπιδου πολέμου, …
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Τερτσίνες
 

Σ’ όλον τον κόσμο, την οικουμένη
καμιά δεν είδα σαν την Ελένη
έχει μαλάκια σαν το μετάξι
τα ‘χει πλεγμένα όλα με τάξη
σου ‘χει μια μπάλα σαν το φεγγάρι
σου ‘χει δυο φρύδια σαν το γαϊτάνι
σου ‘χει δυο μάτια, μάτια μεγάλα
και ζυμωμένα με μέλι και γάλα
σου ‘χει μια μύτη σαν την κανέλα
πουθενά δεν είδα τέτοια κοπέλα
σου ‘χει ένα στόμα σαν δαχτυλίδι
που δεν χωράει σπυρί σταφύλι
σου ‘χει ένα στήθος για τα φλουράκια
πλούσια, όμορφα σαν λεμονάκια
σου ‘χει μια μέση σαν την βεργούλα
χαρά στη νύφη όπου την έχει
χαρά σ’ εκείνον που θα την πάρει
άλλος ζωγράφος τέτοια δεν κάνει.
                          
                            ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Πολυφωνικό Δρόπολης – Ρίζα Θεολόγου
Βορείου Ηπείρου


 
ΕΛΕΝΗ

Τ’ αηδόνια να σωπάσουνε.
Λίγη ησυχία να γένει,
να ταγουδήσ’ η Ελένη
με τη γλυκεία φωνή.
Τ’ αηδόνια να σωπάσουνε·
να μη φυσάει τ’ αέρι,
ένα αγγελούδι αϊταίρι
τσ’ Ελένης να φανεί.
Να έλθει από την Παράδεισο
σ’ εμάς εν αγγελούδι
να πει αν εκεί τραγούδι
άκουσε πλέα γλυκό.
Να πει αν εις την Παράδεισο
είναι κι’ εκεί μια Ελένη,
να τραγουδά, να ευφραίνει
τον άπειρο ουρανό.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ
Ανθολογία Ποιήσεως, Α΄ Τόμος
Μ. Περάνθη



Αριστερά ο Πειρίθοος, ο καλύτερος φίλος του Θησέα, κοιτάζει προς τις δύο κοπέλες  που τρέχουν πίσω του, στην άλλη πλευρά του αμφορέα.





Αρπαγή της Ελένης από τον Θησέα
(ή της Κορώνης; αλλαγμένη θέση ονομάτων)

Ζωγράφος Ευθυμίδης,
ερυθρόμορφος αμφορέας.
Γύρω στα 515-500 π.Χ. Μόναχο,
Museum Antiker Kleinkunst




Στο κάστρο των Αφιδνών στην Αττική, είχε κρύψει ο Θησέας την Ελένη, που άρπαξε παιδί ακόμα από τη Σπάρτη. Οι αδελφοί της όμως, οι Διόσκουροι, την ανακάλυψαν και την ελευθέρωσαν. Στην παράσταση, οι Διόσκουροι κρατούν από τα χέρια τη λυγερή και πανέμορφη αδελφή τους και προστατεύοντάς την με τα δόρατα, πορεύονται ξανά χαρούμενοι προς την πατρίδα.
(Μελανόμορφη λήκυθος.
Γύρω στο 530 π.Χ. Αθήνα,
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Ελληνική Μυθολογία, Τόμος 3,
Εκδοτική Αθηνών)


                            
 Η Μαρία Νεφέλη λέει:

Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Τουλάχιστον αν ζούσαμε από την ανάποδη
να τα βλέπαμε όλα ίσια: Μπα. Η αναποδιά
έχει μια μονιμότητα πεισματική·
αποτελεί όπως λέμε τον κανόνα.
Όπου σημαίνει ότι αν καταφέρνουμε να ζούμε
βέβαια ζούμε από τις εξαιρέσεις.
Προσποιούμαστε ότι δε συμβαίνει τίποτε
ακριβώς για να συμβεί επιτέλους κάτι
έξω και πάνω από τη χλεύη.
Ένα κεράσι την ώρα που χειμάζονται
μέσα του όλες οι αθλιότητες
και αυτό στο πείσμα τους καθάριο παντοδύναμο
άψογο λάμπει δείχνοντας
ποια θα μπορούσε να ‘ταν η υπεροχή του ανθρώπου.

Η σταγόνα το αίμα κάθε Απρίλιο
δωρεάν και για όλους.

Δυστυχείς εμπροσθοφυλακές και ανάστροφοι
οδηγοί των βαρέων αρμάτων τ’ ουρανού
ως και τα σύννεφα είναι ναρκοθετημένα
το νου σας: από μας η άνοιξη εξαρτάται.

Να ξαναδώσουμε στα πόδια μας το χώμα.
Το πράσινο στο πράσινο τον άνθρωπο του Νεάντερταλ
στον άνθρωπο του Νεάντερταλ. Δεν ωφελούν πια οι μυώνες
θέλει αγάπη θηριώδη

θέλει πήδημα τίγρισσας μες στις ιδέες.
Όσο υπάρχουνε Αχαιοί θα υπάρχει μία ωραία Ελένη
και ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός.


Και ο Αντιφωνητής:
 Η ΕΛΕΝΗ

Η Μαρία Νεφέλη αναμφισβήτητα
είναι κορίτσι οξύ
αληθινή απειλή του μέλλοντος·
κάποτε λάμπει σαν μαχαίρι
και μια σταγόνα αίμα επάνω της
έχει την ίδια σημασία που είχε άλλοτε
το Λάμδα της Ιλιάδας.

Η Μαρία Νεφέλη παέι μπροστά
λυτρωμένη από την απεχθή έννοια του αιώνοιου κύκλου.

Και μόνο με την ύπαρξή της
αποτελειώνει τους μισούς ανθρώπους.

Η Μαρία Νεφέλη ζει στους αντίποδες της Ηθικής
είναι όλο ήθος.

Όταν λέει «θα κοιμηθώ μ’ αυτόν»
εννοεί ότι θα σκοτώσει ακόμη μια φορά την Ιστορία.
Πρέπει να δει κανείς τι ενθουσιασμός που πιάνει τότε τα πουλιά.

Εξ’ άλλου με τον τρόπο της
διαιωνίζει τη φύση της ελιάς.
Γίνεται ανάλογα με τη στιγμή
πότε ασημένια πότε βαθυκύανη.

Γι΄ αυτό και οι αντίπαλοι ολοένα εκστρατεύουν – κοιτάξτε:
άλλοι με τις κοινωνικές τους θεωρίες
πολλοί κραδαίνοντας απλώς λουλούδια

Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του Πόλεμος

Και ο Αντιφωνητής:
Κάθε καιρός κι η Ελένη του
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Μαρία Νεφέλη, Ίκαρος

 

Αφού η λογομαχία της Ήρας της Αθηνάς και της Αφροδίτης δεν έλεγε να πάρει τέλος, όρισε ο Δίας τον Πάρη να λύσει τη διαφορά τους.
Οι θεές πρόβαλαν καθεμιά τη δική της αρετή: Η Ήρα πως ήταν γυναίκα του βασιλιά του ουρανού, η Αθηνά πως ξεχώριζε για το δόρυ της, η Αφροδίτη πως χάριζε τον πόθο σε θεούς και θνητούς. Ανάλογες με τις ιδιότητές τους ήταν και οι υποσχέσεις που έδωσαν καθεμιά στον Πάρη αν τις προτιμούσε: η Ήρα να τον κάμει κυρίαρχο βασιλιά όλης της Ασίας και της Ευρώπης, η Αθηνά δυνατό πολεμιστή, η Αφροδίτη να του δώσει την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου, που δεν ήταν άλλη απ’ την Ελένη.
«Ο ζωγράφος δίνει εδώ μια από τις πιο χαρμόσυνες παραστάσεις της κρίσης του Πάρη. Θεϊκά ωραίες, ακτινοβολούσες, οδηγούνται από τον Ερμή η Αθηνά, η Ήρα και η Αφροδίτη με ένα σμήνος φτερωτούς έρωτες να την περιζώνουν. Η εικόνα του Πάρη, καθισμένου σε βράχο με τη λύρα στο χέρι και το κοπάδι του τριγύρω, φέρνει στο νου σκηνές βουκολικές.. Τα ονόματα αναγράφονται, εκτός από του Ερμή.»
(Eρυθρόμορφη κύλικα. 500 - 490 π.Χ. Βερολίνο, Staatliche Museen
Ελληνική Μυθολογία, Τόμος 5)



Την πιο όμορφη ανάμεσα στις όμορφες, την Ελένη, βοήθησε η Αφροδίτη τον Πάρη να κατακτήσει, όταν εκείνος της αναγνώρισε τα πρωτεία της ομορφιάς. Στην εικόνα, το βασιλόπουλο της Τροίας φεύγει με την Ελένη για την πατρίδα του. Καθώς την κρατάει από το χέρι, γυρίζει να την κοιτάξει, ενώ εκείνη, νυφιάτικα ντυμένη, τον ακολουθεί δισταχτικά. Πίσω τους, ο ξάδελφος του Πάρη και συνοδός του στο ταξίδι του στη Σπάρτη, ο Αινείας, αποτρέπει την Τιμάνδρα, αδελφή της Ελένης κατά τον Ησίοδο, από την πρόθεσή της να τους εμποδίσει τη φυγή. Μια άλλη γυναίκα πίσω της, η Ευώπις, προσπαθεί να κατευνάσει τον Ικάριο, που εκδηλώνει, όπως και ο Τυνδάερος, χειρονομώντας την αποδοκιμασία του. Τα ονόματα αναγράφονται.
(Eρυθρόμορφη κύλικα.
500 - 490 π.Χ. Βερολίνο,
Staatliche Museen
Ελληνική Μυθολογία, Τόμος 3,
Εκδοτική Αθηνών)


ΕΛΕΝΗ
 
ΤΕΥΚΡΟΣ ... ες γην εναλίαν Κύπρον ου μ' εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.
..............................................................
ΕΛΕΝΗ: Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ' , αλλ' είδωλον ήν.
.............................................................
ΑΓΓΕΛΟΣ: Τι φής;
Νεφέλης άρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, Ελένη
«Τ’ αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες· δε θα τολμούσα να πω φιλήματα·
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ’ αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το  νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών·
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη·
σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να 'βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει.
Πού είναι η αλήθεια;
Ήμουν κι’ εγώ στον πόλεμο τοξότης·
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι’ ανάμεσό τους – ποιος θα το ‘λεγε– η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου· την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα·
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι’ ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα ατόφιο·
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης·
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι’ οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι’ ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;
«Τ’ αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών·
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν' ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, ”Ελένη”, Ποιήματα, Ικαρος.



Σκηνή από τη γαμήλια πομπή του Πάρη – Αλέξανδρου και της Ελένης στην Τροία. Οι νιόνυμφοι απομακρύνονται πάνω σε τέθριππο άρμα. Τέσσερα ζευγάρια Τρώων τους προπέμπουν. ανάμεσά τους ο Δαΐφων, ο Έκτορας, η Αυτομέδουσα και στο δεξί άκρο ο οπλίτης Ιππόλυτος, ένας από τους γιούς του Πριάμου.
(Σχέδιο από παράσταση κορινθιακού κρατήρα. Γύρω στο 580 π.Χ. Νέα Υόρκη, Metropolitan Museum
Ελληνική Μυθολογία, Τόμος 5,
Εκδοτική Αθηνών)



Για ένα πουκάμισο γεμάτο

«Θέλω να γυρίσω στο νησί μου που ΄ναι
γεμάτο κορίτσια και να τους προσφέρω
ένα δίκτυ γεμάτο λέξεις απαγορευμένες μέχρι
τότε γι’ αυτές»*

Έτσι κάπως θ’ άρχιζε η αληθινή
Απολογία της Ελένης,
που την ονόμασαν «κοινή»
στην Αρχαιότητα,
γιατί άφησε την κλίνη την βασιλική
για να βρει τον Εαυτό της.
Χαρίζοντας και σ’ αυτήν λέξεις που ΄ταν
Μονάχα του Μενέλαου.
«Ταξίδι», «Κατάκτηση», «Ηδονή», «Πείραμα»,
«Σκέψη», «Επιλογή», ΖΩΗ.
Γράφοντας – Αυτή – την Οδύσσεια πριν καν
τον πηγαιμό του Οδυσσέα.
Δικαιωμένη όχι επειδή «δεν πήγε τελικά»,
ξεβγαλμένη στην ακτή της Αιγύπτου
κατά πως ήθελε ο ρομαντισμός των ανδρών,
Μα γιατί Πήγε.
Κατά πως το θελε ο ρομαντισμός του Ανθρώπου.

Πουκάμισο γεμάτο,
Φορεμένο από μυριάδες σώματα, ονόματα διαφορετικών
μύρια
Που αλέσαν τα σαγόνια της Ιστορίας,
μα που στιγμή δε λερώθηκε,
στιγμή δεν έπαψε ν’ ανεμίζει.

Έτσι κάπως θ’ άρχιζε η αληθινή
Απολογία της Ελένης,
Που την ονόμασαν «κοινή»
δίχως λόγο
Και ωραία για τους λάθος Λόγους.

Η Ελένη του εαυτού της.
Όχι της κλίνης της «δημόσιας τιμής».
Όχι της Τροίας,
Ούτε του Πάρη.
Κι ακριβώς γι’ αυτό
η Ωραία Ελένη.

(*J. Winterson: ”Η ποιητική του έρωτα”)
ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΟΥ, Κτονία-αυτό, Ύφος


Η Ανδρομάχη, η αγαπημένη γυναίκα του Έκτορα, πιστεύεται πως εικονίζεται στη λεπτομέρεια αυτή αριστερά. Έχει βγει με το μικρό γιο της Αστυάνακτα στην αυλή του παλατιού για να αποχαιρετίσουν τον Έκτορα και τον Δηίφοβο(;) τον αδελφό του, που φεύγουν για τη μάχη. Καθώς στέκεται αντίκρυ στον άνδρα της, χειρονομεί και είναι σαν από την εικόνα να αντηχούν τα λόγια της στην ομηρική διήγηση: «οϊμέ θα σ’ αφανίσει τούτη σου η τόλμη, ω τρομερέ… και άμα σε χάσω, κάτω στον μαύρον Άδη ας κατέβω». Δεξιά, ένα άλλο ζευγάρι αποχαιρετιέται. Είναι ο Πάρις και η Ελένη. Όπως φαίνεται από τη χειρονομία της Ελένης και όπως μαρτυρούν οι ομηρικοί στίχοι είναι αυτή τώρα που προτρέπει τον άντρα της, αντίθετα από την Ανδρομάχη, να γυρίσει στη μάχη.
(Μελανόμορφος αμφορέας.
Γύρω στα 540-530 π.Χ.
Wurzburg, Martin von Wagner Museum.
Ελληνική Μυθολογία, Τόμος 1,
Εκδοτική Αθηνών)


  ΕΛΕΝΗ

Οι τρεις θεές, η Κύπριδα κι η Ήρα
κι η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα,
σε μια βραχοσπηλιά πήγαν της Ίδης
την πιο όμορφη να κρίνει ο Πάρης. Όμως     30
την ομορφιά μου τάζοντάς του η Κύπρη
–αν όμορφο λογιέται ό,τι σου φέρνει
τη δυστυχία– και ταίρι του πως θα ’μαι,
κερδίζει το βραβείο. Και της Ίδης
αφήνοντας τις στάνες φτάνει ο Πάρης         35
γοργά στη Σπάρτη, για να με κερδίσει.
Οργίστηκ’ η ΄Ηρα που έτσι τη νικήσαν
κι εμπόδισε το γάμο μου μ’ εκείνον.
Στου Πρίαμου το γιο δε δίνει εμένα,
παρά το είδωλό μου, φτιάχνοντάς το           40
σαν πλάσμα ζωντανό από τον αιθέρα
κι αυτός θαρρεί πως μ’ έχει –κούφια ιδέα–
ενώ δε μ’ έχει καν. Έπειτα οι γνώμες
του Δία στα πάθη αυτά σωριάσαν κι άλλα·

γιατί σήκωσε πόλεμο αναμέσο                      45
στη χώρα των Ελλήνων και στους δόλιους
τους Τρωαδίτες, για να ξαλαφρώσει
τη μάνα γη απ’ το πλήθος των ανθρώπων
κι ο πιο μεγάλος άντρας της Ελλάδας
να γίνει ξακουστός. Εγώ βραβείο                  50
παλικαριάς στους Έλληνες και Τρώες
ποτέ δεν ήμουν, ήταν τ’ όνομά μου.


Για να γλιτώσω από τα βάσανά μου,
να παντρευτώ ένα βάρβαρο και πλούσια
ζωή μαζί του να περνώ; Η γυναίκα             335
σα θα δεχτεί έναν άντρα που δε στέργει,
δεν έχει σέβας διόλου στον εαυτό της.


Τι ’ναι θεός, τι μη θεός,
και τι ’ναι ανάμεσά τους;                           1255
Ποιος θα το πει θνητός πως το ’βρε,
καιρό πολύ εξετάζοντας τα πάντα,
μια και το βλέπει, εδώ κι εκεί
των θεών οι γνώμες να πηδούν
και πάλι στο ενάντιο να γυρνάνε              1260
ανέλπιστα κι αλόγιαστα;
Ελένη, είσαι του Δία θυγατέρα
σαν άσπρος κύκνος ο γονιός σου
στον κόρφο σ’ έσπειρε της Λήδας.
Ύστερα σ’ όλη την Ελλάδα σε είπαν         1265
άδικη, άπιστη, άθεη, προδότρα
μες στους ανθρώπους δεν υπάρχει
τίποτα σίγουρο στων θεών μόνο
τα λόγια βρήκα την αλήθεια.
Ανέμυαλοι όσοι αποζητούν τη δόξα          1270
με λόγχες και με δυνατά
στον πόλεμο κοντάρια,
λογιάζοντας αστόχαστα πως έτσι
θα πάψουν των θνητών τις συμφορές
γιατί, αν το δίκιο σου ζητάς με το αίμα,     1275
η αμάχη δε θα λείψει από τον κόσμο
γι’ αυτήν οι Πριαμίδες πήγαν
κάτω στη γης, ενώ μπορούσαν
μονάχα με τα λόγια, Ελένη,
τέλος να δώσουνε στην έχθρα.                1280
Τώρα στον Άδη ’ναι βαθιά χωμένοι,
τα κάστρα τους φωτιά τα ’χει σαρώσει
σαν κεραυνός του Δία κι εσύ
πέρασες βάσανα και βάσανα
που αβάσταχτους σηκώσαν θρήνους.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, Ελένη,
Δραματική Ποίηση, Γ’ Γυμνασίου
Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων
μετφρ. Τάσος Ρούσσος

Η Ελένη ζητάει άσυλο στο άγαλμα της Αθηνάς για να γλιτώσει από την οργή του Μενέλαου. Ωστόσο εκείνος με την παρέμβαση της Αφροδίτης, του Έρωτα και της Πειθούς – που δεν εικονίζεται – πετάει τα ξίφος, έχοντας κιόλας συγχωρήσει την άπιστη γυναίκα του.
(Ερυθρόμορφη οινοχόη. γύρω στο 430-425 π.Χ. Rώμη, Musei Vaticani.
Ελληνική Μυθολογία, Τόμος 5, Εκδοτική Αθηνών)

Ολόγυρα απ’ τον Πρίαμο, στις Σκαιές πύλες πάνω,
καθότανε ο Πάνθοος κι’ Λάμπος κι ο Θυμοίτης
κι’ αντάμα ο Ικετίονας ο άξιος κι’ ο Κλυτίος·
εκεί κι’ ο Ουκαλέγοντας κι’ ο Αντήνορας μαζί του,
κι’ δυο τους πάντα γνωστικοί δημογερόντοι Τρώες,
που γέροι πιά δεν έμπαιναν στην μπόρα του πολέμου,
μα αγορητές αταίριαστοι στη σύναξη λογιόνταν,
με τα τζιτζίκια μοιάζοντας, που εδώ κι’ εκεί στο δάσος
σε δέντρα απάνω κάθονται και τη γλυκειά λαλιά τους
απλώνουν γύρω, ολόγυρα. Τέτοιοι κι’ εκείνοι οι άρχοντοι
των Τρώων εκαθόντανε στον πύργο ανεβασμένοι.
Κι ως την Ελένη αντίκρυσαν στον πύργο να σιμώνει,
λόγια ανεμόφερτα έλεγαν σιγά ο ένας στον άλλο:
«Καμιά δεν έχουν οι Αχαιοί κι’ οι Τρώες κατηγόρια,
που μύρια βάσανα τραβούν πολυκαιρνά και πίκρες
για μια γυναίκα σαν κι’ αυτήν. Μοιάζει στην όψη τόσο
με τις αθάνατες θεές! Όμως και τέτοια, ως είναι,
κάλιο για την πατρίδα της να πάει με τα καράβια,
παρά να μείνει συμφορά για μας και τα παιδιά μας».
ΌΜΗΡΟΣ, Ιλιάδα Γ
 στ. 145-160
μετφρ. Π. Κοντομίχη


Δεν είναι ν’ απορεί κανείς, έλεγαν οι γερόντοι,
Πάνω απ’ τα τείχη του Ίλιου κοιτώντας την Ελένη,
Αν για μια τέτοια ομορφιά έχουμε πάθει τόσα:
Για ένα της βλέμμα δεν αρκούν όσα δεινά περνούμε.
Κι όμως θα ‘ταν καλύτερα, για να γλυκάνει ο Άρης,
Πίσω να τήνε δώσουμε στον νόμιμό της άντρα,
Παρά να βλέπουμε στη γη παντού αίμα χυμένο,
Εχθρούς μες στο λιμάνι μας, στα κάστρα μας να ορμούνε.
Πατέρες, όποιου η δύναμη λιποψυχά δεν κάνει
Με συμβουλές ανάρμοστες να συγκρατεί τους νέους·
Μα σύσσωμοι θα έπρεπε κι οι γέροντες κι οι νέοι
Να βάλετε σε κίνδυνο κορμιά, πόλη και πλούτη.
Σοφός πολύ ο Μενέλαος, αλλά θαρρώ κι ο Πάρης,
Που ο ένας την εζήταγε, κι ο άλλος την κρατούσε.
RONSARD, Sonnets pour Helene, II
μετφρ. Στρατής Πασχάλης


Η ΕΛΕΝΗ
Κείνο το δείλι,
τριγυρισμένη απ’ τις ατέλειωτες κραυγές των πληγωμένων,
απ’ τις ψιθυριστές κατάρες των γερόντων και το θαυμασμό τους, μέσα
στη μυρωδιά ενός γενικού θανάτου που, στιγμές - στιγμές, λαμπύριζε
πάνω σε μιαν ασπίδα ή στην αιχμή ενός δόρατος ή στη μετόπη
ενός αμελημένου ναού ή στον τροχό ενός άρματος, – ανέβηκα
μόνη
στα ψηλά τείχη και σεργιάνισα,
μόνη, ολομόναχη, ανάμεσα
σε Τρώες και Αχαιούς, νιώθοντας τον αγέρα να κολλάει επάνω μου
τα λεπτά πέπλα μου, να ψαύει τις θηλές μου, να κρατάει το σώμα μου ακέριο
ντυμένο κι ολόγυμνο, μόνο με μια φαρδειά, ασημένια ζώνη
που ανέβαζε τα στήθη μου ψηλά –
έτσι ωραία, ανέγγιχτη, δοκιμασμένη,
την ώρα που μονομαχούσαν οι δυο αντεραστές μου και κρινόταν
η τύχη
του πολυχρόνιου πολέμου· –
μήτε που είδα να κόβεται ο ιμάντας
από την περικεφαλαία του Πάρη, – μάλλον μια λάμψη απ’ το χαλκό της είδα,
μια λάμψη κυκλική, καθώς ο άλλος την περιέστρεφε οργισμένος
επάνω απ’ το κεφάλι του – ένα ολόφωτο μηδέν.
Δεν άξιζε διόλου να κοιτάξεις· –
την έκβαση την είχαν απ’ τα πριν ρυθμίσει οι θεϊκές βουλές˙ κι ο Πάρις
δίχως τα σκονισμένα του σαντάλια, θα βρισκόταν σε λίγο στην κλίνη,
λουσμένος απ’ τα χέρια της θεάς, να με προσμένει μειδιώντας,
κρύβοντας τάχα μ’ ένα ρόδινο τσιρότο μια ψεύτικη ουλή στο πλευρό του.
Δεν κοίταξα άλλο· ούτε άκουγα σχεδόν τις πολεμόχαρες κραυγές τους –


εγώ, ψηλά, στα τείχη, πάνω απ’ τα κεφάλια των θνητών, αέρινη, σάρκινη,
χωρίς ν’ ανήκω σε κανένα, χωρίς νάχω κανενός την ανάγκη,
σα νάμουν (ανεξάρτητη εγώ) ολόκληρος ο έρωτας, – ελεύθερη
από το φόβο του θανάτου και του χρόνου, μ’ ένα άσπρο λουλούδι στα μαλλιά μου,
μ’ ένα λουλούδι ανάμεσα στα στήθη μου, κ’ ένα άλλο στα χείλη να μου κρύβει
το χαμόγελο της ελευθερίας.
 
Μπορούσαν κι από τις δυο πλευρές να με τοξεύσουν.
Έδινα στόχο
βαδίζοντας αργά πάνω στα τείχη, σχεδιασμένη ακέρια
στον χρυσοπόρφυρο ουρανό της εσπέρας.
Κρατούσα τα μάτια κλεισμένα
για να ευκολύνω μια εχθρική χειρονομία τους – γνωρίζοντας στο βάθος
ότι κανείς δεν θα τολμούσε. Τα χέρια τους τρέμαν απ’ το θάμβος
της ομορφιάς και της αθανασίας μου –
(ίσως τώρα μπορώ να προσθέσω:
δεν τον φοβόμουν το θάνατο, γιατί τον ένιωθα πολύ μακριά μου).
Τότε
πέταξα απ’ τα μαλλιά μου κι απ’ τα στήθη μου τα δυο λουλούδια˙ – το τρίτο
το κρατούσα στο στόμα μου˙ – τα πέταξα απ’ τις δυο πλευρές του τείχους
με μια κίνηση ολότελα ανεξίθρησκη.
Και τότε οι άντρες, μέσα κ’ έξω,
ριχτήκαν ο ένας του αλλού, αντίπαλοι και φίλοι, για ν’ αρπάξουν εκείνα τα λουλούδια, να μου τα προσφέρουν – τα δικά μου λουλούδια.
Δεν είδα
τίποτ’ άλλο μετά, – μονάχα πλάτες σκυμμένες, σάμπως όλοι νάταν γονατιστοί στη γης, όπου στέγνωνε το αίμα απ’ τον ήλιο˙ – ίσως κιόλας
να ποδοπάτησαν εκείνα τα λουλούδια.
Δεν είδα.
Είχα κινήσει τα χέρια,
είχα υψωθεί στα νύχια των ποδιών, κι αναλήφθηκα
αφήνοντας να πέσει απ’ τα χείλη μου και το τρίτο λουλούδι.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Η Ελένη


 Ο Μενέλαος γυρίζει πίσω με την Ελένη.
(Γύρω στο 540 π.X.
Μ. Βρετανία
Ιδιωτική Συλλογή
Ελληνική Μυθολογία, Τόμος 5,
Εκδοτική Αθηνών)
Η Αφροδίτη προτρέπει την Ελένη να ερωτευθεί τον Πάρη

Λάδι σε καμβά.
Αγ. Πετρούπολη, Eremitage.
ANGELICA KAUFFMANN, 1790
Ελένη και Πάρις, λεπτομέρεια
Λάδι σε καμβά.
Παρίσι, Musée du Louvre
JACQUES-LOUIS DAVID, 1788
ΥΓ. Στο πρωτότυπο βιβλιαράκι στο εξώφυλλο υπάρχει και η ημερομηνία γέννησης.
 




2 comments:

Paidika Party Ioannina said...

Υπέροχο.. σας φαντάζομαι όλους στο σαλόνι -και την Ελένη να γλιστράει από τη μια αγκαλιά στην άλλη- να τις διαβάζετε όλα αυτά τα υπέροχα κείμενα.. Μπράβο σας!!

Unknown said...

Ευχαριστούμε Χαρά !!

Η Ελένη είναι πανευτυχής με την αδελφούλα της, θέλει όλο να την κρατάει αγκαλιά και να τις δίνει φιλιά.

Τα κείμενα θα τα διαβάσει μεγαλώνοντας.
Φυσικά εκεί που παίζουμε ρωτάει, πότε ξαναέρθει η Minnie στο σπίτι :-)