Sunday 22 February 2009

"Η εκπαίδευση του παιδιού" του Μπέρτραντ Ράσσελ - Μέρος 1ο

Tο βιβλίο "Η εκπαίδευση του παιδιού" του Μπέρτραντ Ράσσελ, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος 1977, απευθύνεται ειδικά στους γονείς. Όταν γράφτηκε το 1926 ("On education especially in early childhood" by Bertrand Russell ), ο φιλόσοφος είχε δύο παιδιά ηλικίας 2 και 4 ετών.

Αν και δεν παύει να τονίζει την επιρροή μητέρων και τροφών, θέλω να πιστεύω ότι η επίδραση του πατέρα έχει την ίδια βαρύτητα υπό την προϋπόθεση ότι περνάει τον ίδιο χρόνο με τα παιδιά του.

Ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο. Κενή γραμμή δηλώνει διακοπή συνέχειας, οι εμφάσεις με έντονα γράμματα δικές μου:
-----------------------------------------------------------------------------------

ΣΚΟΠΟΙ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Οι Αθηναίοι και οι Κινέζοι επιθυμούσαν να χαίρονται τη ζωή, και είχαν μια αντίληψη της χαράς που εκλεπτυνόταν από μια έξοχη αίσθηση της ομορφιάς.(…)
Ένας άνετος και λεπτός σκεπτικισμός ήταν η στάση που αναμενόταν από ένα μορφωμένο ενήλικο: το καθετί μπορούσε να συζητηθεί, αλλά ήταν μικρόλογη κοινοτοπία η κατάληξη σε πολύ θετικά συμπεράσματα. Οι γνώμες έπρεπε να είναι τέτοιες που να μπορούσαν ευχάριστα να συζητηθούν κατά το γεύμα, και όχι τέτοιες που να προκαλούσαν διαμάχες μεταξύ των συνδαιτυμόνων.

Θα πάρω τέσσερα χαρακτηριστικά που μου φαίνονται ότι από κοινού σχηματίζουν τη βάση ενός ιδεώδους χαρακτήρα: ζωντάνια, θάρρος, ευαισθησία και νοημοσύνη.

Η ζωντάνια είναι ως φαίνεται πάντα παρούσα όπου υπάρχει υγεία, αλλά τείνει να υποχωρεί με το πέρασμα των χρόνων, και βαθμιαία καταλήγει στο μηδέν κατά τα γεράματα.(…)
Ανεβάζει τις χαρές και μειώνει τους πόνους. Βοηθάει την ανάπτυξη ενδιαφέροντος σε οτιδήποτε συμβαίνει, και έτσι προάγει την αντικειμενικότητα, που είναι το βασικό στοιχείο εχεφροσύνης.(…)
Προάγει επίσης τη δύναμη για σκληρή εργασία. Επιπλέον είναι μία εξασφάλιση κατά του φθόνου, γιατί καθιστά ευχάριστη την ύπαρξη του καθενός.

Το θάρρος
Ο παράλογος φόβος παίζει έναν εξαιρετικά μεγάλο ρόλο στην ενστικτώδικη συναισθηματική ζωή πλείστων ανθρώπων.(…)
Μπορεί να είναι ένα γενικό αίσθημα ότι υπάρχουν κίνδυνοι, με ορθότερο όρο «αγωνία», ή ένας ειδικός φόβος για πράγματα που δεν είναι επικίνδυνα, όπως ποντίκια ή αράχνες.(…)
Οι πλείστοι φόβοι προέρχονται είτε από εμπειρία είτε από υποβολή. Ο φόβος του σκοταδιού, π.χ., φαίνεται να οφείλεται εντελώς σε υποβολή.(…)
Αλλά ο φόβος είναι εξαιρετικά κολλητικός: τα παιδιά τον αποτυπώνουν από τους μεγαλυτέρους τους, ακόμη και όταν οι μεγαλύτεροί τους δεν αντιλαμβάνονται ότι τον έδειξαν. Τη δειλία σε μητέρες ή τροφούς γρήγορα την μιμούνται τα παιδιά μέσω υποβολής.

Όταν εξετάζουμε το γενικό θάρρος, αυτό που επιθυμείται είναι ένας συνδυασμός αυτοσεβασμού με μία απρόσωπη άποψη της ζωής.

Ας αρχίζουμε με τον αυτοσεβασμό: μερικοί άνθρωποι ζουν με τον εσωτερικό κόσμο τους, ενώ άλλοι είναι απλοί καθρέπτες εκείνου που αισθάνονται ή λέγουν οι γείτονές τους. Οι τελευταίοι δεν μπορούν ποτέ να έχουν αληθινό θάρρος: χρειάζονται το θαυμασμό των άλλων, και καταδιώκονται από το φόβο μην το χάσουν. Η διδασκαλία για «ταπεινοφροσύνη», που συνηθίσαμε να την θεωρούμε επιθυμητή, υπήρξε το μέσο για τη δημιουργία μιας διεστραμμένης μορφής του ίδιου ελαττώματος. Η «ταπεινοφροσύνη» κατέπνιξε τον αυτοσεβασμό, αλλά όχι και την επιθυμία για το σεβασμό των άλλων. Απλώς έκανε την κατ’ όνομα αυτόταπείνωση μέσο για την απόκτηση υπόληψης. Έτσι δημιούργησε υποκρισία και νόθευση του ενστίκτου.

Απρόσωπη άποψη της ζωής. Ο άνθρωπος του οποίου οι ελπίδες και οι φόβοι είναι όλοι συγκεντρωμένοι επάνω στον εαυτό του δύσκολα μπορεί να δει το θάνατο με νηφαλιότητα, αφού αυτός εξαλείφει όλο το συγκινησιακό κόσμο του.(…)
Υπάρχουν στην ανθρώπινη φύση ορισμένα πράγματα που μας κρατούν πέρα από τον εαυτό μας χωρίς προσπάθεια. Το κοινότατο όλων αυτών είναι η αγάπη, ειδικότερα η αγάπη του γονιού, που σε μερικές περιπτώσεις γενικεύεται τόσο που αγκαλιάζει όλο το ανθρώπινο γένος. Ένα άλλο είναι η γνώση. Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι ο Γαλιλαίος ήταν ιδιαίτερα φιλάνθρωπος, εντούτοις έζησε για ένα σκοπό που δεν νικήθηκε με το θάνατό του. Κάποιο άλλο είναι η τέχνη. Αλλά στην πραγματικότητα κάθε ενδιαφέρον σε κάτι έξω από το καθαυτό σώμα του ανθρώπου κάνει τη ζωή του σε αυτό το βαθμό απρόσωπη. Γι’ αυτό το λόγο, όσο κι αν μπορεί να φανεί παράδοξο, ένας άνθρωπος με πλατιά και ζωηρά ενδιαφέροντα βρίσκει λιγότερη δυσκολία αποχαιρετώντας τη ζωή από εκείνη που δοκιμάζει κάποιος άθλιος υποχονδριακός του οποίου τα ενδιαφέροντα είναι δεμένα με τη δική του ασθένεια. Έτσι η τελειότητα θάρρους βρίσκεται στον άνθρωπο με τα πολλά ενδιαφέροντα, που αισθάνεται ότι το εγώ του δεν είναι παρά ένα μικρό μέρος του κόσμου, που δεν περιφρονεί πλήρως τον εαυτό του, αλλά πλήρως εκτιμά πολλά που δεν είναι δικά του. Αυτό σπάνια μπορεί να τύχει, εκτός όταν το ένστικτο είναι ελεύθερο και ο νους δραστήριος. Από την ένωση των δυο αναπτύσσεται μια κατανόηση απόψεων άγνωστη τόσο στο φιλήδονο όσο και στον ασκητή, και από μια τέτοια άποψη ο ατομικός θάνατος φαίνεται ασήμαντη περίπτωση.

Για να είναι η ευαισθησία καλή, η συγκινησιακή αντίδραση πρέπει κατά κάποιο τρόπο να είναι κατάλληλη.(…) Αν είμαστε συνετότεροι στους θαυμασμούς μας, αυτό θα μπορούσε να ήταν πολυτιμότερο. Αλλά όσο καιρό οι πιο θαυμαζόμενοι ήρωες είναι αυτοί που έχουν σκοτώσει το μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, η αγάπη για θαυμασμό δεν μπορεί από μονή να είναι επαρκής για το καλό της ζωής.

Το επόμενο στάδιο στην ανάπτυξη μιας επιθυμητής μορφής ευαισθησίας είναι η συμπάθεια. Υπάρχει μια καθαρά φυσική συμπάθεια: ένα μικρό παιδάκι θα κλάψει γιατί ένας αδελφός ή αδελφή του κλαίει. Αυτό, νομίζω, αποτελεί τη βάση για τις παραπέρα αναπτύξεις. Οι δύο διευρύνσεις που χρειάζονται είναι: Πρώτο, να νιώθει συμπάθεια ακόμη και όταν ο υποφέρων δεν είναι αντικείμενο ειδικής στοργής. Δεύτερο, να τον νιώθει τον πόνο όταν είναι απλώς γνωστό ότι συμβαίνει, όχι άμεσα αισθητός. Η δεύτερη από αυτές τις διευρύνσεις πλατιά βασίζεται επάνω στη νόηση. Μόνο που μπορεί να πάει πολύ μακριά σαν συμπάθεια για τον πόνο που περιγράφεται ζωηρά και συγκινητικά, όπως σ’ ένα καλό μυθιστόρημα. Μπορεί, από την άλλη, να πάει τόσο μακριά ώστε να συμβαίνει ένας άνθρωπος να συγκινείται από τη στατιστική. Αυτή η ικανότητα για αφηρημένη συμπάθεια είναι τόσο σπάνια όσο και σπουδαία.(…) Το ίδιο αληθεύει για τον πόλεμο: οι άνθρωποι τον θεωρούν τρομερό όταν ο γιος ή ο αδελφός τους είναι ακρωτηριασμένος, αλλά δεν θεωρούν ένα εκατομμύριο φορές τρομερό ότι ένα εκατομμύριο άνθρωποι πρόκειται ν’ ακρωτηριασθούν. Ένας άνθρωπος γεμάτος καλοσύνη σε όλες τις προσωπικές σχέσεις του μπορεί να αντλεί το εισόδημά του από υποκίνηση για πόλεμο ή από τα βασανιστήρια παιδιών σε «καθυστερημένες» χώρες. Όλα αυτά τα οικεία φαινόμενα οφείλονται στο γεγονός ότι η συμπάθεια δεν διεγείρεται, στους πλείστους ανθρώπους, από έναν απλώς αφηρημένο ερεθισμό. Ένα μεγάλο ποσοστό των κακών στο σύγχρονο κόσμο θα εξαφανίζονταν αν αυτό μπορούσε να διορθωθεί. Η επιστήμη έχει μεγάλως αυξήσει τη δύναμή μας για τον επηρεασμό της ζωής μακρινών λαών, χωρίς ν’ αυξήσει τη συμπάθειά μας γι’ αυτούς. Ας υποθέσουμε ότι είστε μέτοχος σε μια εταιρεία που παράγει βαμβακερά στη Σαγκάη. Μπορεί να είστε ένας πολυάσχολος άνθρωπος, που απλώς ακολούθησε μια οικονομική συμβουλή κάνοντας την επένδυση. Δεν ενδιαφέρεστε ούτε για τη Σαγκάη ούτε για τα βαμβακερά, αλλά μόνο για τα μερίσματά σας. Εντούτοις γίνεστε μέρος της δύναμης που καθοδηγεί τις σφαγές αθώων ανθρώπων, και τα μερίσματά σας θα εξαφανίζονταν αν μικρά παιδιά δεν ήταν αναγκασμένα να προσφέρουν τον αφύσικο και επικίνδυνο μόχθο τους για τον πλουτισμό σας. Αυτό δεν σας ενοχλεί, γιατί ποτέ δεν είδατε τα παιδία, και ένα αφηρημένο ερέθισμα δεν μπορεί να σας συγκινήσει. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που η σε μεγάλη κλίμακα βιομηχανία είναι τόσο σκληρή, και που γίνεται ανεκτή η καταπίεση υποταγμένων φυλών. Μία εκπαίδευση που δημιουργεί ευαισθησία σε αφηρημένα ερεθίσματα - κίνητρα, θα έκανε αδύνατα τέτοια πράγματα. [1]

Ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα της παραδοσιακής ηθικής υπήρξε η μικρή εκτίμηση που έδωσε στη νοημοσύνη. Οι Έλληνες δεν έσφαλαν σ’ αυτό το ζήτημα, αλλά η Εκκλησία οδήγησε τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι τίποτε δεν έχει σημασία εκτός από την αρετή, και η αρετή συνίσταται στην αποχή από ένα κατάλογο πράξεων που αυθαίρετα επιγράφτηκαν «αμαρτία».(…) Όταν μιλώ για νοημοσύνη, περιλαμβάνω σε αυτή τόσο την παρούσα γνώμη όσο και τη δεκτικότητα για γνώση. Οι δυο τους είναι, πράγματι, στενά συνδεμένες.(…) Όσα περισσότερα έμαθε ο άνθρωπος, τόσο ευκολότερο είναι γι’ αυτόν να μάθει ακόμη περισσότερα – πάντα με την υπόθεση ότι δεν τα διδάχθηκε με πνεύμα δογματισμού. Οι αμαθείς άνθρωποι ποτέ δεν εξαναγκάστηκαν ν’ αλλάξουν τις νοητικές έξεις τους, και σκλήρυναν σε αναλλοίωτη στάση. Δεν είναι μόνο ότι είναι εύπιστοι εκεί όπου πρέπει να είναι σκεπτικιστές, αλλ’ ακριβώς γίνονται δύσπιστοι εκεί που πρέπει να δίνουν πίστη. Αναμφίβολα η λέξη «νοημοσύνη» σημαίνει κυρίως μάλλον μια ικανότητα για την απόκτηση γνώσης παρά τη γνώση που έχει ήδη αποκτηθεί, αλλά νομίζω ότι αυτή η ικανότητα δεν αποκτάται παρά με άσκηση περισσότερο ακόμη και από την ικανότητα ενός πιανίστα ή ενός ακροβάτη.

Η ενστικτώδικη βάση της νοημοσύνης είναι η περιέργεια.(…) Το ευρύ ενδιαφέρον για κουτσομπολιό δεν εμπνέεται από αγάπη για γνώση, αλλά από κακία – κανένας δεν κουτσομπολεύει για τις κρυφές αρετές των ανθρώπων, αλλά μόνο για τα κρυφά ελαττώματά τους.(…) Η κατά κυριολεξία λεγόμενη περιέργεια, από την άλλη, εμπνέεται από μια γνήσια αγάπη για γνώση.(…) Ζώα, μηχανήματα, αστραπόβροντα και όλες οι μορφές χειρονακτικής εργασίας, διεγείρουν την περιέργεια των παιδιών, που η δίψα τους για γνώση κάνει τους περισσότερου νοήμονες ενήλικους να ντρέπονται. Αυτή η ώθηση εξασθενεί με το πέρασμα των χρόνων, μέχρι που τελικά το ασυνήθιστο εμπνέει μόνο αηδία, και καμία επιθυμία για στενότερη γνωριμία. Είναι το στάδιο κατά το οποίο πολλοί αγγέλουν ότι η χώρα πάει κατά διαβόλου και ότι «τα πράγματα άλλαξαν, δεν είναι εκείνα που ήταν στα νιάτα μου». Αυτό όμως που δεν είναι το ίδιο μ’ εκείνο του παλιού καιρού είναι η περιέργεια του ομιλούντος. Και με το θάνατο της περιέργειας μπορούμε να πούμε ότι πέθανε και η ενεργός νοημοσύνη.

Το θάρρος είναι ουσιαστικό τόσο για τη νοητική ακεραιότητα όσο και για το φυσικό ηρωισμό.(…) Όλα τα είδη νοητικών συστημάτων – Χριστιανισμός, Σοσιαλισμός, Πατριωτισμός κλπ. – είναι έτοιμα, σαν ορφανοτροφεία, να μας δώσουν ασφάλεια με αντάλλαγμα τη δουλεία. Μια ελεύθερη πνευματική ζωή δεν μπορεί να είναι τόσο θερμή, τόσο άνετη, τόσο κοινωνική όσο η ζωή η τυλιγμένη σε μία πίστη: μόνο μία πίστη μπορεί να δώσει το αίσθημα μιας εστίας θαλπωρής ενώ οι θύελλες του χειμώνα λυσσομανούν έξω.
Αυτό μας φέρει σε κάποιο άλλο δύσκολο ερώτημα: σε ποια έκταση πρέπει η καλή ζωή να ελευθερώνεται από την αγέλη;

Νομίζω ότι η επιθυμία ν’ αρέσουμε και να συνεργαζόμαστε πρέπει να είναι ισχυρή και κανονική, αλλά πρέπει να γίνεται δυνατό να ξεπερνιέται από άλλες επιθυμίες σε μερικές σπουδαίες περιπτώσεις.(…) Οι μεγάλοι ερευνητές χρειάστηκε ν’ αντικρούσουν την αγέλη και να προκαλέσουν εχθρότητα με την ανεξαρτησία τους. Άλλα οι γνώμες του μέσου ανθρώπου είναι πολύ λιγότερο ανόητες απ’ όσο θα ήταν αν σκεφτόταν μόνο για τον εαυτό του: στην επιστήμη, τουλάχιστο, ο σεβασμός του προς την αυθεντία είναι γενικώς ευεργετικός.(…)
Εντούτοις, πρέπει να μαθαίνουμε να είμαστε ικανοί να σκεπτόμαστε για τον εαυτό μας για ζητήματα που είναι ιδιαιτέρως πολύ γνωστά σ’ εμάς, και οφείλουμε όλοι να έχουμε αποκτήσει το θάρρος να διακηρύχνουμε αντιδημοτικές γνώμες όταν πιστεύουμε ότι αυτές είναι σπουδαίες.(…) Η έχθρα κατά των πρωτοπόρων οφείλεται στον τρόμο που εμπνέουν και αυτός ο τρόμος δεν θα υπάρχει μεταξύ ανθρώπων που έχουν αποκτήσει θάρρος. Μόνον άνθρωπος που κυριαρχείται από φόβο θα προσχωρούσε στην Κού-Κλούξ-Κλάν ή τους φασίστες. Σ’ έναν κόσμο γενναίων ανθρώπων, τέτοιες καταδιωκτικές οργανώσεις δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν.

Μια κοινωνία αντρών και γυναικών που διαθέτουν ζωντάνια, θάρρος, ευαισθησία και νοημοσύνη, στον ύψιστο βαθμό που μπορεί να δημιουργήσει η εκπαίδευση, θα ήταν πολύ διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη που υπήρξε μέχρι τώρα. Ελάχιστοι άνθρωποι θα ήταν δυστυχείς. Οι κύριες αιτίες της δυστυχίας τώρα είναι: κακή υγεία, φτώχεια, και μη-ικανοποιητική σεξουαλική ζωή. Όλες τους θα γίνονταν πολύ σπάνιες. Η καλή υγεία θα μπορούσε να είναι σχεδόν γενικό και παγκόσμιο γεγονός, ακόμη και τα γεράματα θα μπορούσαν να μετατεθούν για αργότερα. Η φτώχεια μετά τη βιομηχανική επανάσταση, οφείλεται μόνο στη συλλογική ηλιθιότητα. Η ευαισθησία θα έκανε τους ανθρώπους να επιθυμούν την εξάλειψή της, η νοημοσύνη θα τους έδειχνε το δρόμο, και το θάρρος θα τους οδηγούσε να τον υιοθετήσουν. (Ένας δειλός θα προτιμούσε να παραμένει σε αθλιότητα παρά να κάνει κάτι το ασυνήθιστο). Των περισσότερων ανθρώπων η σεξουαλική ζωή, τώρα, είναι περισσότερο ή λιγότερο μη-ικανοποιητική. Αυτό εν μέρει οφείλεται στην κακή εκπαίδευση, εν μέρει στην καταδίωξη των αρχών και των ζηλωτών της χριστιανικής ηθικής. Μία γενεά γυναικών που θα ανατρεφόταν χωρίς παράλογους σεξουαλικούς φόβους γρήγορα θα έβαζε τέρμα σε αυτή την κατάσταση. Ο φόβος θεωρήθηκε ο μόνος τρόπος για να γίνονται οι γυναίκες «ενάρετες», και αποφασιστικά διδάχτηκαν να είναι δειλές, τόσο σωματικά όσο και νοητικά. Γυναίκες στις οποίες η αγάπη χωλαίνει ενθαρρύνουν τη σκληρότητα και την υποκρισία στους συζύγους τους, και διαστρέφουν τα ένστικτα των παιδιών τους. Μια γενεά άφοβων γυναικών θα μπορούσε να μεταμορφώσει τον κόσμο, φέροντας σε αυτόν μια γενεά άφοβων παιδιών, όχι στριμμένων μέσα σε αφύσικα πλαίσια, αλλά ευθυτενών και ειλικρινών, γενναιόφρονων, στοργικών και ελεύθερων. Ο ζήλος τους θα σάρωνε τη σκληρότητα και τον πόνο που διαιωνίζουμε γιατί είμαστε νωθροί, δειλοί, σκληρόκαρδοι και ηλίθιοι. Η εκπαίδευση μας δίνει αυτές τις κακές ιδιότητες και η εκπαίδευση πρέπει να μας δώσει τις αντίθετες αρετές. Η εκπαίδευση είναι το κλειδί για το νέο κόσμο.


------------------------------------------------------------------------------------
[1] Τα πράγματα έχουν καλυτερέψει από το 1926, μα ακόμη και σήμερα 250 εκατομμύρια παιδιά εργάζονται παγκοσμίως.

A lawsuit was filed in November 2005 on behalf of adults and children who work and live on the Firestone Plantation in Liberia

Rising child labour in China

Η παιδική εκμετάλλευση στην Ελλάδα

[2] Το 2ο Μέρος Εδώ

No comments: